- μελανόφυλλος
- -η, -ο (Α μελανόφυλλος, και μελάμφυλλος -ον)αυτός που έχει μαύρα φύλλααρχ.1. (για τόπο) αυτός που σκιάζεται από φύλλα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελάμφυλλοντο ποώδες και διακοσμητικό φυτό άκανθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + φύλλο (πρβλ. πλατύ-φυλλος)].
Dictionary of Greek. 2013.